- ὀψικαρπία
- ὀψῐκαρπ-ία, ἡ,A late fruiting, Id.HP3.2.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀψικαρπία — ὀψικαρπίᾱ , ὀψικαρπία late fruiting fem nom/voc/acc dual ὀψικαρπίᾱ , ὀψικαρπία late fruiting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οψικαρπία — ὀψικαρπία, ἡ (Α) [οψίκαρπος] όψιμη καρποφορία … Dictionary of Greek
ὀψικαρπίαν — ὀψικαρπίᾱν , ὀψικαρπία late fruiting fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)